εὐάντυξ

εὐάντυξ
εὐάντυξ, ῠγος, , , of a chariot,
A with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευάντυξ — εὐάντυξ ( υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο αρχ. (για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, γος] …   Dictionary of Greek

  • εὐάντυγα — εὐάντυξ with beautiful rail masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάξων — εὐάξων, ὁ, ἡ (Μ) [άξων] (για άμαξα ή άλλο τροχοφόρο) αυτός που έχει καλούς, ωραίους άξονες, ο ευάντυξ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”